συνεμάχοντο

συνεμάχοντο
συμμάχομαι
fight along with
imperf ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συμμάχομαι — ΝΑ, και αττ.τ. ξυμμάχομαι Α [μάχομαι] (αποθ.) μάχομαι μαζί με άλλους, συμπολεμώ αρχ. 1. (με δοτ.) βοηθώ, συντρέχω («εἰ καὶ γυναῑκες συνεμάχοντο αὐτοῑς», Ξεν.) 2. είμαι με το μέρος κάποιου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”